Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το φαγητό

  • 1 φαγητό

    [фагито] ουσ. о. еда, кушанье.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαγητό

  • 2 обед

    α.
    γεύμα (μεσημβρινό φαγητό)• φαγητό, φαΐ, τροφή• μεσημέρι, γιόμα (χρόνος)•

    после -а μετά το φαγητό ή μετά το μεσημέρι•

    до -а πρίν το γεύμα ή πριν το φαγητό πριν το μεσημέρι•

    прощальный обед αποχαιρετιστήριο γεύμα, μπενετάδα•

    во время -а πάνω στο γεύμα, την ώρα του φαγητού•

    за -ом στο φαγητό, στο τραπέζι•

    он застал меня за -ом αυτός με βρήκε στο φαΐ• пригласить к -у; просить (звать) на обед προσκαλώ σε γεύμα•

    подавить обед σερβίρω το φαγητό•

    готовить обед ετοιμάζω (μαγειρεύω) το φαγητό•

    обед готов; обед подан; обед на столе το φαγητό είναι σερβιρισμένο•

    званый обед γιορταστικό (επίσημο)γεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > обед

  • 3 еда

    еда ж το φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή (пища) за едой την ώρα του φαγητού перед едой πριν το φαγητό после еды μετά το φαγητό
    * * *
    ж
    το φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή ( пища)

    за едо́й — την ώρα του φαγητού

    пе́ред едо́й — πριν το φαγητό

    по́сле еды́ — μετά το φαγητό

    Русско-греческий словарь > еда

  • 4 обед

    обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού
    * * *
    м
    1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό

    обе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά

    гото́вить обе́д — μαγειρεύω

    дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι

    2) ( обеденное время) το μεσημέρι

    до обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)

    по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)

    во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού

    Русско-греческий словарь > обед

  • 5 стол

    α.
    1. τραπέζι•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    ломберный стол πράσινο τραπέζι•

    письменный стол το γραφείο•

    операционный стол χειρουργικό τραπέζι.

    2. φαγητό, τροφή•

    за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•

    встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•

    пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•

    общий стол κοινό φαγητό•

    нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•

    убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•

    подать на стол σερβίρω το φαγητό•

    обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•

    3. τμήμα ιδρύματος•
    личного состава τμήμα προσωπικού•

    справочный стол γραφείο πληροφοριών.

    α.
    θώκος•

    княжский стол πριγκιπικός θώκος.

    Большой русско-греческий словарь > стол

  • 6 харчевой

    επ. (απλ.) του φαγητού, για φαγητό•

    -ые припасы οικονομίες για φαγητό•

    -ые деньги χρήματα για φαγητό.

    Большой русско-греческий словарь > харчевой

  • 7 второе

    второе с (блюдо ) το δεύτερο φαγητό
    * * *
    с
    ( блюдо) το δεύτερο φαγητό

    Русско-греческий словарь > второе

  • 8 домашний

    домашний 1) οικιακός, σπιτίσιος σπιτικός \домашний обед το σπιτίσιο φαγητό' — телефон (адрес) το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού \домашнийее хозяйство το νοικοκυριό \домашнийие дела τα οικιακά 2) (приручённый ) κατοικίδιος
    * * *
    1) οικιακός, σπιτίσιος; σπιτικός

    дома́шний обе́д — το σπιτίσιο φαγητό

    дома́шний телефо́н (ад́рес) — το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού

    дома́шнее хозя́йство — το νοικοκυριό

    дома́шние дела́ — τα οικιακά

    2) ( приручённый) κατοικίδιος

    Русско-греческий словарь > домашний

  • 9 кушанье

    кушанье с το φαγητό, το φα(γ)ί
    * * *
    с
    το φαγητό, το φα(γ)ί

    Русско-греческий словарь > кушанье

  • 10 пельмени

    пельмени мн. τα πελμένι (μικρές πίτες με κιμά, φαγητό)
    * * *
    мн.
    τα πελμένι (μικρές πίτες με κιμά, φαγητό)

    Русско-греческий словарь > пельмени

  • 11 подать

    подать δίνω, προσφέρω* προτείνω (предложить)9 \податьобед σερβίρω το φαγητό· \подать
    * * *
    δίνω, προσφέρω; προτείνω ( предложить)

    пода́ть обе́д — σερβίρω το φαγητό

    пода́ть пальто́ — προσφέρω το παλτό

    пода́ть ру́ку — δίνω το χέρι

    ••

    пода́ть мяч — спорт. πασάρω την μπάλα

    Русско-греческий словарь > подать

  • 12 ужин

    ужин м το δείπνο, το βραδινό φαγητό· что сегодня на \ужин? τι τρώμε απόψε;
    * * *
    м
    το δείπνο, το βραδινό φαγητό

    что сего́дня на у́жин? — τι τρώμε απόψε

    Русско-греческий словарь > ужин

  • 13 ужинать

    ужинать δειπνώ, δειπνίζω, τρώω το βραδινό μου φαγητό
    * * *
    δειπνώ, δειπνίζω, τρώω το βραδινό μου φαγητό

    Русско-греческий словарь > ужинать

  • 14 порционный

    порционный
    прил (о блюде) φαγητό κατά παραγγελίαν, φαγητό τής ὠρας.

    Русско-новогреческий словарь > порционный

  • 15 пища

    θ.
    1. τροφή• φαγητό•

    лгкая пища ελαφρά τροφή•

    приготовить -у ετοιμάζω (μαγειρεύω) φαγητό.

    2. μτφ. διατροφή• πηγή•

    зни-ние есть пища для души η γνώση είναι τροφή της ψυχής•

    духовная пища πνευματική τροφή•

    это -для сплетников αυτό είναι τροφή για τους κου-τσομπόλους.

    εκφρ.
    давать -у – δίνω, παρέχω τροφή (συντελώ)•
    на -е святого антония – κα-ταπεινασμένος, θεονήστικος.

    Большой русско-греческий словарь > пища

  • 16 прохарчить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. ξοδεύω στο φαγητό.
    2. διατρέφω, συντηρώ.
    ξοδεύομαι για το φαγητό, για διατροφή.

    Большой русско-греческий словарь > прохарчить

  • 17 тарелка

    θ.
    1. πιάτο, πινάκιο. || μερίδα φαγητού, ένα πιάτο φαγητό•

    он четыре -и съел αυτός έφαγε τέσσερα πιάτα (φαγητό)..

    2. πλθ. -и τα κύμβαλα (μουσικό όργανο).
    3. κάθε αντικείμενο πι,νακοειδές.
    εκφρ.
    быть не в своей -е – δεν έχω κέφι.

    Большой русско-греческий словарь > тарелка

  • 18 блюдо

    блюдо
    с
    1. (посуда) ἡ πιατέλλα;
    2. (кушанье) τό φαγητό[ν], τό φαΐ, τό φαγί:
    обед из трех блюд τό γεῦμα μέ τρία είδη φαγητών; вку́сное \блюдо τό νόστιμο φαγί.

    Русско-новогреческий словарь > блюдо

  • 19 готовить

    гото́в||ить
    несов
    1. ἐτοιμάζω, προπαρασκευάζω:
    \готовить кадры δημιουργώ στελέχη·
    2. (замышлять) ἐτοιμάζω, ἐπιφυλάσσω:
    \готовить сюрприз ἐτοιμάζω (или ἐπιφυλάσσω) ἐκπληξη· \готовить встречу ἐτοιμάζω ὑποδοχἤ
    3. (стряпать) μαγειρεύω:
    \готовить обед μαγειρεύω (или ἐτοιμάζω) τό φαγητό.

    Русско-новогреческий словарь > готовить

  • 20 готовый

    готов||ый
    прил
    1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:
    обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·
    2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):
    \готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!

    Русско-новогреческий словарь > готовый

См. также в других словарях:

  • φαγητό — φαγητό, το και φαητό, το και φαγί, το και φαΐ, το 1. καθετί που τρώγεται, ό,τι τρώει κανείς, η μαγειρεμένη τροφή: Τρώει όλα τα φαγητά. 2. το να τρώει κανείς, το γεύμα, το δείπνο: Ο χορός μετά το φαγητό. 3. η όρεξη για φαγητό: Εχάθηκεν ο ύπνος της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγητό — το / φαγητόν, ΝΜ, και φαητό Ν καθετί που τρώγεται, έδεσμα, φαΐ νεοελλ. 1. γεύμα ή δείπνο («θα φύγουν μετά το φαγητό») 2. η όρεξη για φαγητό («εχάθηκεν ο ύπνος της κι εκόπη το φαητό της», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω… …   Dictionary of Greek

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… …   Dictionary of Greek

  • λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • πρόγευμα — το, ΝΜ [προγεύομαι] το πρωινό φαγητό, κολατσιό νεοελλ. (παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο μσν. ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»